Ήδη ήθη




Ήθη σημαίνει τόπος.


Κάθε τόπος δεν είναι μια ψυχρή γεωγραφία. Ένας τόπος βάσει των συνθηκών του και των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν, επηρεάζει (και μακροπρόθεσμα ίσως και να μοιάζει, πως καθορίζει) τον τρόπο συμπεριφοράς, των συναισθημάτων, τα όνειρα και τις φαντασίες των ανθρώπων.

    Τόπος είναι ο απωλεσθείς παράδεισος που φέρουμε στη μνήμη μας και τη φαντασίωσή μας (Εδέμ κατά την ιουδαιοχριστιανική παράδοση, σώμα μητέρας κατά την ψυχαναλυτική προσέγγιση, αλησμόνητη πατρίδα στις αφηγήσεις των ξεριζωμένων, μια Αρκαδία, μια κατάσταση πρωταρχική ανεμελιάς κι ελευθερίας). Τόπος είναι η ουτοπία που φέρουμε στα όνειρα και τη φαντασίωσή μας (κι ίσως τούτη η ουτοπία να μοιάζει σαν μια επιστροφή σ' ένα Κήπο ολάνθιστο σε ιδανικές συνθήκες, να θυμίζει λίγο Αρκαδία και Εδέμ ή μήτρα -πλήρης διατροφικών παροχών και συνθηκών θερμοκρασίας και γενικού περιβάλλοντος- ή τελοσπάντων μια ιδανική κατάσταση που πρέπει να κατακτηθεί με κόπο και αγώνα).

    Ήθη, λοιπόν, ο απωλεσθείς παράδεισος και η ουτοπία. Ήθη ο ενδιάμεσος τόπος που γεμίζουμε και μάς γεμίζει: στάση μετρό, λεωφορείων, λιμάνια, διάδρομοι ενός σπιτιού, αίθουσες αναμονής σε νοσοκομείο και χώροι έκδοσης εισιτηρίων κι αναμονής σε θέατρα και μουσεία, καφέ-μπαρ, ένα παγκάκι. Ήθη ο μεταβατικός χώρος που νοηματοδοτείται από πράξεις μας βαθειά προσωπικές, μα και πολιτικές: το πού ερωτευόμαστε, πού περιμένουμε το ραντεβού μας, πού κοντοστεκόμαστε για ένα τσιγάρο ή μια γουλιά καφέ, έναν φευγαλέο χαιρετισμό, έναν αποχαιρετισμό καθώς φεύγει το ταξί, το πλοίο ή το αεροπλάνο.

    Τα σώματά μας εθίζονται στον τόπο (ήθος-έθος) κι ο τόπος σωματώνεται (δε με καλύπτει ούτε το ενσωματώνεται, ούτε το σωματοποιείται) σε μας. Είμαστε, είμαι -να μην γενικεύω- ο τόπος: το σώμα μου είναι ο τόπος, η Εδέμ, ο μεταβατικός, η Αρκαδία.

   Ο τόπος είναι οι πλανόδιοι πωλητές που τόσο περίτεχνα κοντράρονται τους φεουδάρχες, των μεν να μην τους χωράει ο τόπος και των δε να τους ανήκει η γη. Οι μεν να είναι μια στήλη που συνδέει κατακόρυφα την γη με ένα κομμάτι ουρανού κι οι δε να τους αρκεί εκεί που πέφτει το μάτι τους να είναι δικό τους. Και δεν είναι ταξική τοποθέτηση ανθρωπογεωγραφίας. Ενστερνιζόμαστε κάποια στάτους και κάποιες χωρικές διευθετήσεις που αυτά συνεπάγονται, για να αλληλεπιδράσουμε στις αποστάσεις που πάντα τηρούσαμε ή έπρεπε να τηρούμε στη ζωή μας. Το ότι ανέκυψε ζήτημα αποστασιοποίησης για βιολογικούς λόγους, δε σημαίνει ότι εξελικτικά και ψυχολογικά και ποιητικά δεν είχαμε ήδη μια διαχείριση χώρου τέτοια που να αρμόζει στον ρόλο, τη συνθήκη, την καταγωγή και τα όνειρά μας.

    Αν αναδειχτεί το υπόβαθρο αυτό της ανθρωπογεωγραφίας των αποστάσεων και των σχέσεων, τότε θα δούμε πόσο πιο πλούσιο υλικό προσφέρει η κοινωνική μας αποστασιοποίηση την εποχή του κορωνοϊού -και κάθε κορωνοϊού ή βιολογικής απειλής ή δυσκολίας- με το να συνειδητοποιήσουμε το σχετίζεσθαι ως ένα ταξίδι από το δέρμα μας ως το μη-δέρμα μας, άρα την ψυχή μας ως την ψυχή του Άλλου. Μια μετάβαση από τόπο σε τόπο, ένα πέρασμα από την Εδέμ μας στην Αρκαδία του Άλλου και κάπου εκεί ο έρωτας (και κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και συνθήκη κι αίσθημα και σύμπραξη) να ενέχει πάντα το νοσταλγικό και το ατελεύτητο, να υπάρχουμε αιωνίως με μικρούς ενδιάμεσους σταθμούς: "3' το επόμενο μετρό για Δουκίσσης Πλακεντίας", δεύτερο καμπανάκι για την παράσταση, προτελευταίο φιλί πριν τον αποχαιρετισμό, μια μικρή απόσταση ανάμεσα σε ανθρώπους που τα όριά της ενεργοποιούν το fight, flight, freeze των αρχέγονών μας ενστίκτων (μμιας σωματωμένης μας Εδέμ αλλιώς), στο δρόμο -τόπο- για την ουτοπία.

Comments

Popular posts from this blog

Γκροτέσκο σώμα || ένα σώμα θεατρικό

Ο ων

Περί νιτσεϊκού αφορισμού